Η σπιρομέτρηση είναι αναμφίβολα η απλούστερη αλλά και πιο συνήθης ιατρική εξέταση που γίνεται από τους πνευμονολόγους και η οποία δίνει σημαντικές πληροφορίες για τους πνεύμονες αλλά και για την αναπνευστική λειτουργία γενικότερα. Κατά την εξέταση αυτή, μπορεί να αξιολογηθεί εργαστηριακά η ροή του αέρα που υπάρχει στους πνεύμονες και μας δίνει πολύτιμα στοιχεία για την διάγνωση χρόνιων και πολύ σημαντικών ασθενειών όπως το ασθμα και η Χρονια Αποφρακτικη Πνευμονοπαθεια (ΧΑΠ).
Η σπιρομέτρηση απευθύνεται σε μια μεγάλη ομάδα πιθανών ασθενών οι οποίοι μπορεί να παρουσιάζουν ποικίλα συμπτώματα όπως:
Ο πνευμονολόγος σας, είναι ο γιατρός εκείνος που χειρίζεται την πολύτιμη αυτή συσκευή και μπορεί να καθοδηγήσει τον ασθενή στην σωστή εκτέλεση της εξέτασης. Οι συσκευές για σπιρομέτρησηποικίλουν αλλά γενικά περιλαμβάνουν έναν σωλήνα με επιστόμιο που συνδέεται με τη συσκευή που εμφανίζει ακριβή στοιχεία, τα οποία ακολούθως ο γιατρός αναλύει και επεξεργάζεται.
Ο εξεταζόμενος ακολουθεί μια τυπική, εύκολη και καθόλα ανώδυνη διαδικασία, η οποία είναι ωστόσο απολύτως απαραίτητη για τον ακριβή έλεγχο του αναπνευστικού μας συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, ο ασθενής τοποθετεί σφιχτά τα χείλη του γύρω από το επιστόμιο του σπιρόμετρου και ακολούθως εισπνέει βαθιά, φυσάει δυνατά και σε σύντομο χρόνο τον αέρα που έχει εισπνεύσει και τέλος πρέπει να συνεχίσει να φυσάει μέχρι το άδειασμα των πνευμόνων του (συνήθως για έξι δευτερόλεπτα). Προκειμένου τα αποτελέσματα να είναι επαρκή, η διαδικασία επαναλαμβάνεται δύο με τρεις φορές ώστε να επιβεβαιώνεται η εγκυρότητά τους.
Υπάρχουν δύο εκδοχές βαθμονομήσεως, της μεταβολής όγκου και των δυναμικών μεταβολών. Η πρώτη εκδοχή υλοποιείται εύκολα και συνήθως διενεργείται κατά την κατασκευή του σπιρομέτρου και πραγματοποιείται με ένα σπιρόμετρο αναφοράς. Η δυναμική δοκιμασία βαθμονομήσεως ωστόσο είναι δύσκολη. Έχουν από τη μία πλευρά υποδειχθεί κάποια πρότυπα βαθμονομήσεως από διάφορες ερευνητικές πηγές και ιατρικές εταιρείες, αλλά δεν έχει συμφωνηθεί κάποιος ενιαίος τρόπος ελέγχου τους και αυτό γιατί εντοπίζονται σοβαρά πρακτικά και λογιστικά προβλήματα. Σαν πιο τυπικό παράδειγμα να αναφέρουμε ότι σε καταγραφή βίαιης εκπνοής εξεταζόμενου, παρατηρείται συντελεστής διακυμάνσεως των αποτελεσμάτων των δοκιμασιών ±3% ή και παραπάνω για τον FEV1.Αυτό σημαίνει πως είναι δύσκολο να προσομοιωθεί ο τύπος της βίαιης εκπνοής ώστε να είναι συγκρίσιμη η τεχνική απεικόνισή του από τη συσκευή.
Το σπιρόμετρο συνδέεται με ηλεκτρονικό υπολογιστή και μεταφέρει τα δεδομένα όχι μόνο σε απλές αριθμητικές τιμές αλλά και σε μορφή γραφήματος, που ονομάζουμε καμπύλη ροής όγκου. Τα παραπάνω τα συγκρίνουμε με τις φυσιολογικές τιμές που υπάρχουν και οι οποίες είναι ανάλογες με την φυλή, το ύψος, την ηλικία και το φύλο του εξεταζόμενου. Οι σημαντικότερες τιμές που μετρά ο πνευμονολόγος είναι η FEV1, που είναι η ποσότητα αέρα που φυσάμε το πρώτο δευτερόλεπτο και η FVC, που είναι η συνολική ποσότητα αέρα που φυσάμε. Εάν υπάρχει σημαντική απόκλιση των παραπάνω από τις φυσιολογικές τιμές, μπορούμε να διαγνώσουμε κυρίως αν υπάρχει στένωση στους αεραγωγούς του εξεταζόμενου ή αν υπάρχει άλλη διαταραχή του αερισμού , όπως η περιοριστικη, η υποδυναμική ή ακόμα και αν υπάρχει ένδειξη απόφραξης των αεραγωγών , μεταβλητή ή σταθερή.
Εάν τα αποτελέσματα δεν είναι φυσιολογικά, απαιτείται η επανάληψη τους μέσα σε χρονικό διάστημα δέκα με δεκαπέντε λεπτών και αφού ο εξεταζόμενος έχει λάβει μια εισπνοή ενός φαρμάκου. Αυτό μας βοηθά τον πνευμονολόγο να διαπιστώσει αν η βλάβη στους πνεύμονες του εξεταζόμενου είναι αναστρέψιμη και κατά πόσο η χορήγηση ενός φαρμάκου θα βοηθήσει την αναπνοή του. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική διαδικασία καθότι σε αυτό το στάδιο παρέχονται πολύτιμες πληροφορίες για το εάν ο εξεταζόμενος πάσχει από ασθένειες όπως ασθμα ή Χρονια Αποφρακτικη Πνευμονοπαθεια (ΧΑΠ).
Ακόμη και στην περίπτωση ένδειξης φυσιολογικών τιμών και παρά τις πολύτιμες πληροφορίες που παίρνει ο πνευμονολόγος από την σπιρομέτρηση, η εξέταση δεν είναι η μοναδική που πρέπει να γίνει. Και αυτό γιατί ο εξεταζόμενος με συμπτώματα άσθματοςμπορεί τη δεδομένη στιγμή της εξέτασης με σπιρομέτρηση να παρουσιάσει φυσιολογικά αποτελέσματα, οπότε θα πρέπει να εξετάζεται τακτικά ή , αν το κρίνει ο πνευμονολόγος του να υποβληθεί σε περαιτέρω έλεγχο ( δοκιμασία πρόκλησης , εκπνεόμενο NO και ,βέβαια , απεικονιστικές ή αιματολογικές εξετάσεις) .Τακτικά θα πρέπει να εξετάζονται και οι καπνιστές, ειδικά μετά το 40ο έτος της ηλικίας τους διότι με την συνέχιση του καπνίσματος, αποτελούν την μεγαλύτερη ομάδα κινδύνου ως προς την εμφάνιση Χρόνιας Αποφρακτικής Πνευμονοπάθειας.
Ανακεφαλαιώνοντας, θα πρέπει να υπερτονίσουμε ότι η σπιρομέτρηση αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια του πνευμονολόγου για την πρόληψη και αντιμετώπιση σημαντικών ασθενειών που σχετίζονται με τον πνεύμονα και για το αναπνευστικό σύστημα γενικότερα. Η σπιρομέτρηση είναι μια εξέταση εξαιρετικά απλή, σύντομη και εύκολη για τον εξεταζόμενο και όλες οι μελέτες έχουν αποδείξει ότι η τακτική πραγματοποίηση της τόσο προληπτικά όσο και από άτομα που πάσχουν, βοηθά στην πρόληψη μιας σειράς επικίνδυνων παθήσεων αλλά και στον έλεγχό τους.
Η διαχυτική ικανότητα πνευμόνων, όπως αυτή μετράται με τη μέθοδο της μίας εισπνοής CO ( DLco ), είναι η ικανότητα των πνευμόνων να διαχέουν οξυγόνο (Ο2) προς το αίμα και να διώχνουν διοξείδιο του άνθρακα ( CO ) από το αίμα. Πιο απλά ονομάζεται τεστ διάχυσης.
Η εξέταση είναι πολύ απλή και ανώδυνη.
Οι συγκεντρώσεις του μίγματος αερίων που εισπνέει ο άρρωστος μετρώνται πριν και μετά το τεστ. Η διαφορά μεταξύ των δύο μετρήσεων δείχνει το ποσό του αερίου που διαχέεται από τους πνεύμονες στην κυκλοφορία, και ουσιαστικά τη διαχυτική ικανότητα των πνευμόνων του εξεταζομένου.
Η συγκεκριμένη εξέταση είναι πολύ σημαντική να μετρηθεί στις διάμεσες πνευμονοπάθειες, πχ στην ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση. Επιπλέον βοηθά στο διαχωρισμό ανάμεσα στο βρογχικό άσθμα και τη ΧΑΠ, ειδικά στην
Οπωσδήποτε, θα πρέπει ο εξεταζόμενος να μην καπνίσει τουλάχιστον τις προηγούμενες 6 ώρες πριν το τεστ. Επίσης θα πρέπει να απέχει από σωματική άσκηση πριν την εξέταση. Σε ειδικές περιπτώσεις, θα πρέπει να διακοπούν τα εισπνεόμενα φάρμακα εφόσον το επιτρέπει η κατάσταση του ασθενή. Γενικά, η εξέταση θεωρείται ασφαλής, χωρίς παρενέργειες. Τα πιο πάνω οφείλουν να τηρούνται για να είναι αξιόπιστα τα αποτελέσματα της εξέτασης.