Ως χρόνιο αναφέρουμε το βήχα που διαρκεί περισσότερο από 8 συνεχείς εβδομάδες. Αποτελεί έναν από τους συχνότερους λόγους επίσκεψης στον πνευμονολόγο, για τον οποίο πολλές φορές η εξακρίβωση της αιτίας του χρόνιου βήχα μπορεί να αποτελέσει πραγματική πρόκληση.
Ο βήχας αποτελεί προστατευτικό αντανακλαστικό του οργανισμού μας το οποίο βοηθά στην αποβολή μικροσωματιδίων, μικροοργανισμών και εκκρίσεων από το αναπνευστικό μας σύστημα, προλαμβάνοντας έτσι τις λοιμώξεις και τους ερεθισμούς της αναπνευστικής οδού. Το αντανακλαστικό αυτό ξεκινά από υποδοχείς νευρικών απολήξεων που βρίσκονται σε όλο το αναπνευστικό μας σύστημα και όχι μόνο (υποδοχείς του βήχα έχουν εντοπιστεί και στον οισοφάγο, στο στομάχι, στο περικάρδιο, στον ακουστικό πόρο και αλλού). Διάφοροι ερεθιστικοί παράγοντες ενεργοποιούν τους υποδοχείς αυτούς και το βηχογόνο ερέθισμα μεταβιβάζεται στο κέντρο του βήχα, στο εγκεφαλικό στέλεχος. Από εκεί, μέσω απαγωγών κινητικών νευρικών ινών, δίδεται το σήμα στους αναπνευστικούς μύες να συσταλλούν βιαίως, ολοκληρώνοντας το αντανακλαστικό τόξο του βήχα.
Αν και μερικές φορές είναι δύσκολο να ταυτοποιηθεί η αιτία του χρόνιου βήχα, πιο συχνά ενοχοποιούνται η οπισθορινική καταροή, το κάπνισμα, το βρογχικό άσθμα και η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. Τα παραπάνω αίτια ευθύνονται για το 90% των περιπτώσεων χρόνιου βήχα. Ο χρόνιος βήχας τυπικά υποχωρεί εντελώς με τη θεραπεία του υποκείμενου αίτιου.
Οπισθορινική καταρροή
Είναι η πιο συχνή αιτία χρόνιου βήχα. Ονομάζεται και σύνδρομο οπισθορινικού κατάρρου. Οπισθορινική καταρροή σημαίνει ότι υπάρχει κάθοδος εκκρίσεων που
παράγονται στη ρινική κοιλότητα ή τους παραρίνιους κόλπους. Οι εκκρίσεις αυτές ρέουν στο οπίσθιο τοίχωμα του ρινοφάρυγγα ερεθίζοντας το φάρυγγα και πυροδοτώντας το αντανακλαστικό του βήχα.
Η διάγνωση μπορεί πολλές φορές να καθίσταται προβληματική, γιατί είναι πολύ συχνή η συνύπαρξη δύο ή και περισσοτέρων αιτίων χρόνιου βήχα στον ίδιο ασθενή. Για παράδειγμα ασθενής με άσθμα και συνύπαρξη οπισθορινικής έκκρισης λόγω αλλεργικής ρινίτιδας. Το σύνδρομο αυτό μπορεί ο ιατρός να το υποπτευθεί όταν:
Μόνο εφόσον απουσιάζουν και τα τρία ανωτέρω αποκλείεται ο χρόνιος βήχας να οφείλεται σε οπισθορινική καταρροή. Οπισθορινική καταρροή μπορεί να αναπτύξουν άτομα με αλλεργίες, συνάχι, ρινίτιδα και παραρινοκολπίτιδα.
Άσθμα
Το βρογχικό άσθμα είναι η δεύτερη πιο συχνή αιτία χρόνιου βήχα στους ενήλικες και η πιο συχνή αιτία στα παιδιά. Παράλληλα με το βήχα μπορεί να συνυπάρχουν συριγμός και αίσθημα βάρους στο στήθος ή δύσπνοια. Ωστόσο, υπάρχουν ασθματικοί ασθενείς που ως μόνο σύμπτωμα έχουν το βήχα. Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για τον καλούμενο “βήχα ισοδύναμο άσθματος”, που δεν είναι τίποτε άλλο από άσθμα. Σ’ αυτή την περίπτωση η δίαγνωση θα τεθεί εφόσον όλα τα άλλα αίτια χρόνιου βήχα έχουν αποκλεισθεί και εφόσον ο ασθενής ανταποκριθεί στην αντιασθματική αγωγή. Ιδιαίτερα στα παιδιά, επειδή οι λοιμώξεις του αναπνευστικού είναι συχνές και επαναλαμβανόμενες (κυρίως λόγω συγχρωτισμού στο σχολικό περιβάλλον), μπορεί να προκαλούν χρόνιο βήχα και δε θα πρέπει αυτός να αποδίδεται αμέσως σε άσθμα, εάν αυτό δεν αποδειχθεί.
Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
Η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση συμβαίνει όταν όξινο περιεχόμενο από το στομάχι επιστρέφει (παλινδρομεί) στον οισοφάγο. Ο μηχανισμός με τον οποίο η παλινδρόμηση προκαλεί το βήχα είναι εν πολλοίς άγνωστος. Εκτός από το βήχα, συχνά συνυπάρχουν αίσθημα καύσου στο στήθος (οπισθοστερνικός καύσος), όξινες ερυγές, αίσθημα ξυνίλας στο στόμα. Εντούτοις ορισμένοι ασθενείς παρουσιάζουν βήχα ως μοναδικό σύμπτωμα. Σ’ αυτή την περίπτωση το φαινόμενο της παλινδρομήσεως αποδεικνύεται είτε με βαριούχο γεύμα είτε με 24ωρη μέτρηση του pH του οισοφάγου. Προκειμένου δε να τεκμηριωθεί ως αιτία του χρόνιου βήχα η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, η ειδική αγωγή θα πρέπει να βελτιώσει ή και να εξαλείψει το βήχα.
Χρόνια βρογχίτιδα
Οι περισσότεροι ασθενείς με χρόνια βρογχίτιδα είναι ενεργοί ή πρώην καπνιστές ή έχουν έκθεση σε γνωστούς ερεθιστικούς παράγοντες. Η χρόνια φλεγμονή των αεραγωγών (βρόγχοι) εκδηλώνεται με παραγωγικό βήχα, δηλαδή με αποβολή πτυέλων (ελαφρώς κίτρινου ή σκούρου πράσινου ή γκριζωπού χρώματος) σε χρόνια βάση, ενίοτε μπορεί να συνυπάρχουν συριγμός και αίσθημα δύσπνοιας. Το ιατρικό ιστορικό σε συνδυασμό με την κλινική εξέταση συνήθως θέτουν τη διάγνωση.
Βρογχεκτασίες
Με τον όρο βρογχεκτασίες αναφερόμαστε στην μόνιμη παθολογική διάταση του αυλού των βρόγχων με συνοδό χρόνια φλεγμονή του τοιχώματός τους. Τα αίτια ποικίλλουν: Επαναλαμβανόμενες λομώξεις του αναπνευστικού στην παιδική ηλικία, παλαιά φυματίωση, έκθεση σε τοξικούς παράγοντες, κυστική ίνωση, κληρονομικοί παράγοντες κ.α. Η πρώιμη ανοσοποίηση μέσω εμβολιασμών και η πιο έγκαιρη θεραπεία των παιδικών λοιμώξεων πιθανότατα έχει μειώσει την επίπτωσή τους, γι αυτό και πιο συχνά διαγιγνώσκονται σε ενήλικες. Οι ασθενείς αναφέρουν χρόνιο βήχα, συχνά με συνοδό αποβολή πυωδών πτυέλων σημαντικής ποσότητας. Η αξονική θώρακος υψηλής ευκρίνειας αποτελεί τη μέθοδο εκλογής για τη διάγνωση των βρογχεκτασιών.
Αντιυπερτασικά φάρμακα
Διάφορα αντιυπερτασικά σκευάσματα γνωστά ως αναστολείς του αγγειομετατρεπτικού ενζύμου προκαλούν χρόνιο βήχα περίπου στο 2% των ασθενών που τα λαμβάνουν. Ο βήχας είναι ξηρός, μπορεί να εμφανίζεται είτε λίγες ώρες μετά τη λήψη του σκευάσματος είτε μετά από εβδομάδες και δε σχετίζεται με τη δοσολογία. Γι αυτό απαιτείται και η διακοπή της χορήγησης του φαρμάκου και η αντικατάστασή του με αντιυπερτασικό σκεύασμα άλλης κατηγορίας. Σ’ αυτή την περίπτωση ο βήχας υποχωρεί μετά από 2 έως 3 εβδομάδες.
Μεταλοιμώδης βήχας
Σε ορισμένα άτομα με λοίμωξη του ανωτέρου αναπνευστικού ο βήχας μπορεί να επιμένει πέραν των είκοσι ημερών, συχνά και πάνω από 8 εβδομάδες. Στους περισσότερους ασθενείς ο πνευμονολόγος μπορεί με λίγη προσοχή να εκμαιεύσει ένα τυπικό ιστορικό: πριν από μερικές εβδομάδες μέχρι και 1-2 μήνες ο ασθενής είχε ένα “κρύωμα” που μπορεί να κράτησε λίγες μέρες (καμιά φορά το έχει κιόλας ξεχάσει) και μετά του έμεινε ένας βήχας, συνήθως ξηρός χωρίς κανένα άλλο ενόχλημα. Τις περισσότερες φορές αρχίζει σαν γαργαλητό στο λαιμό. Μπορεί να επιτείνεται με την κατάκλιση ή και να συμβαίνει μόνο τη νύχτα, διακόπτοντας τον ύπνο. Οι παροξυσμοί του μπορεί να είναι επίμονοι και σε κάποια άτομα να προκαλούν δύσπνοια ή και βρογχόσπασμο. Οι άρρωστοι συνήθως έχουν δοκιμάσει εμπειρικά 2-3 είδη θεραπείας πριν καταφύγουν στον πνευμονολόγο: αντιβιοτικά, αποχρεμπτικά/βλεννολυτικά, αντισταμινικά, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Είναι αυτονόητο ότι η διάγνωση του μεταλοιμώδους βήχα θα βασιστεί όχι μόνο στην ανεύρεση του ανάλογου ιστορικού και των συναφών ευρημάτων, αλλά και στον αποκλεισμό άλλων ενδεχομένων καταστάσεων, όπως αυτές αναφέρθηκαν παραπάνω. Η εξέταση που σχεδόν πάντα θα κάνει ο πνευμονολόγος είναι η σπιρομέτρηση, ιδίως σε άτομα με ιστορικό βρογχικού άσθματος ή ΧΑΠ, παθήσεις του αναπνευστικού που συχνά παρουσιάζουν παρόξυνση μετά από μία λοίμωξη.
Σε ασθενείς με ιστορικό καπνίσματος και επίμονο βήχα ο πνευμονολόγος θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και ενδεχομένως να ζητήσει μια ακτινογραφία θώρακος, αν αυτή δεν έχει γίνει πρόσφατα. Οι θεραπευτικές επιλογές θα εξαρτηθούν κυρίως από την κλινική εντύπωση του ιατρού για το σημείο προέλευσης του βήχα (ρινική κοιλότητα, φάρυγγας, λάρυγγας, τραχεία, βρόγχοι).
Όλες οι υπόλοιπες αιτίες χρόνιου βήχα, πλην όσων προαναφέρθηκαν αποτελούν περίπου το 5% του συνόλου και περιλαμβάνουν τον καρκίνο του πνεύμονα, τη φυματίωση, τη σαρκοείδωση, την αριστερά καρδιακή ανεπάρκεια, εκκολπώματα του οισοφάγου, την παρουσία ξένου σώματος στους βρόγχους, την ηωσινοφιλική βρογχίτιδα.
Ψυχογενής βήχας
Όταν όλες οι αιτίες του χρόνιου βήχα έχουν αποκλεισθεί, τότε ενδεχομένως ο βήχας να οφείλεται σε ψυχογενή αίτια, τα οποία πάντως αφορούν ένα πολύ μικρό ποσοστό ασθενών με χρόνιο βήχα, καθώς έχει παρατηρηθεί ότι ακόμη και άτομα με ιδιόμορφες προσωπικότητες, ελάχιστα παρουσιάζουν χρόνιο βήχα ως εκδήλωση ψυχικής διαταραχής.
Ιδιοπαθής ή ανεξήγητος χρόνιος βήχας
Ονομάζεται ο χρόνιος βήχας του οποίου η αιτία δεν μπορεί να εξακριβωθεί. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρόνιου βήχα παρατηρείται μια αυξημένη ευαισθησία των διαφόρων υποδοχέων του βήχα. Διάφορα ερεθίσματα μπορούν να ενεργοποιήσουν τη νευρική οδό υπεύθυνη για το βήχα. Πολλοί ασθενείς εφόσον ερωτηθούν τι τους προκαλεί το βήχα θα αναφερθούν στην αλλαγή των ατμοσφαιρικών συνθηκών, για παράδειγμα πηγαίνοντας από ένα ζεστό σε ένα κρύο δωμάτιο ή το αντίθετο. Άλλοι επίσης θα ενοχοποιήσουν αρώματα ή έντονες μυρωδιές, την έκθεση στο κρύο ή την υγρασία.
Το ενδιαφέρον ερώτημα είναι γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι δε βήχουν όταν δέχονται έναν παρόμοιο ερεθιστικό παράγοντα. Πιθανώς πολλά άτομα που αναπτύσσουν χρόνιο βήχα έχουν αυξημένη ευαισθησία στο βήχα, κατάσταση που τα οδηγεί στο να βήχουν σε περιπτώσεις όπου δε θα έβηχαν υπό φυσιολογικές συνθήκες. Ακόμη κι έτσι δεν εξηγούνται όλες οι περιπτώσεις ιδιοπαθούς βήχα και ίσως αυτό να σηματοδοτεί την ανάγκη εξεύρεσης πιο ειδικών μεθόδων για τη διερεύνηση του χρόνιου βήχα σε σχέση με τις ήδη υπάρχουσες.
Ενώ ο βήχας αποτελεί έναν αποτελεσματικό αντανακλαστικό αμυντικό μηχανισμό, μπορεί παράλληλα να προκαλέσει μια πληθώρα δυσμενών καταστάσεων, ιδιαίτερα όμως όταν ο βήχας είναι συνεχής ή μεγάλης έντασης. Αυτές περιλαμβάνουν διάφορες διαταραχές:
Ο βήχας και οι επιπλοκές του ενδέχεται να έχουν σημαντικό ψυχολογικό αντίκτυπο σε μεμονωμένους ασθενείς, οι οποίοι συνήθως ανησυχούν ότι πάσχουν από κάποια σοβαρή νόσο και ενδέχεται να υιοθετήσουν αλλαγές στον τρόπο ζωής τους οι οποίες οδηγούν σε επιδείνωση της ποιότητας ζωής. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται δυσαρμονία μεταξύ των μελών ενός ζευγαριού, λόγω του βήχα του ενός. Πολύ συχνά οι ασθενείς με χρόνιο βήχα κατηγορούνται για νοσήματα όπως η φυματίωση ή άλλοτε αισθάνονται ντροπή για το βήχα τους, όταν αυτός συμβαίνει σε μέρη όπως το θέατρο ή η εκκλησία. Κάποιοι καταλήγουν στην κοινωνική απομόνωση.
Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό η θεραπεία του χρόνιου βήχα πρέπει να στοχεύει στην υποκείμενη αιτία του βήχα. Η φαρμακευτική αγωγή χορηγείται κατά περίπτωση. Έτσι οι ασθενείς με οπισθορινική καταρροή θα ωφεληθούν από τη χορήγηση αντισταμινικών και αποσυμφορητικών του ρινικού βλεννογόνου ή και αντιβιοτικών, όταν για την αιτία της οπισθορινικής καταρροής ενοχοποιούνται η αλλεργική ρινίτιδα ή μια παραρινοκολπίτιδα αντίστοιχα. Στους ασθματικούς ασθενείς, συμπεριλαμβανομένων αυτών με βήχα ισοδύναμο άσθματος, θα χορηγηθεί ειδική αντιασθματική αγωγή, συνήθως εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά. Στους ασθενείς με γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση θα συστηθεί αγωγή με σκευάσματα που επιβραδύνουν ή αδρανοποιούν την παραγωγή οξέος από το στόμαχο. Στις εξάρσεις της χρόνιας βρογχίτιδας ενδέχεται να έχουν θέση τα αντιβιοτικά.
H θεραπεία περιλαμβάνει επίσης μεταβολές στη συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής των ασθενών. Η αποφυγή των αλλεργιογόνων και άλλων ερεθιστικών παραγόντων (πχ κάπνισμα) για τους ασθενείς με άσθμα και χρόνια βρογχίτιδα, η τροποποίηση της διατροφής, η μείωση του σωματικού βάρους και ο περιορισμός του καπνίσματος και της λήψης αλκοόλ στους ασθενείς με γαστοοισιφαγική παλινδρόμηση αποτελούν μερικά παραδείγματα.
Εάν κατόπιν εξονυχιστικής εκτίμησης η αιτία του βήχα δεν μπορεί να αποσαφηνιστεί και ο βήχας επιμένει μπορούν να χορηγηθούν αντιβηχικά φάρμακα.
Τέλος, στους καπνιστές ασθενείς, κάθε αναπνευστικό σύμπτωμα θα πρέπει να αποτελεί αφορμή παρότρυνσης για διακοπή του καπνίσματος.
Βρογχικό άσθμα
Το βρογχικό άσθμα είναι έτσι κι αλλιώς η πιο συχνή χρόνια νόσος της παιδικής ηλικίας. Αρκετά συχνά η τυπική ασθματική συμπτωματολογία απουσιάζει, ενώ δεν αποκλείεται ο επίμονος βήχας να είναι το μόνο σύμπτωμα (βήχας ισοδύναμο άσθματος). Στα παιδιά έως 6 ετών, στα οποία για προφανείς λόγους δεν μπορεί να γίνει σπιρομέτρηση, το ατομικό ιστορικό ατοπικής δερματίτιδας, αλλεργικής ρινίτιδας ή ιστορικό ατοπίας στο οικογενειακό περιβάλλον μπορούν να κατευθύνουν προς τη διάγνωση. Ο βήχας μπορεί συχνά να παρουσιάζεται τις νυχτερινές ώρες αφυπνίζοντας το παιδί ή κατά τη σωματική άσκηση. Τα μεγαλύτερα παιδάκια μπορούν να εκτελέσουν αξιόπιστες σπιρομετρήσεις, όταν κατευθύνονται από έμπειρο πνευμονολόγο.
Παλινδρόμηση
Αποτελεί συχνή αιτία χρόνιου βήχα στα παιδιά, ιδιαίτερα στη νεογνική και βρεφική ηλικία. Συνήθως αποτελεί αυτοπεριοριζόμενο φαινόμενο με την πάροδο των μηνών, χωρίς να απαιτεί κάποια ειδική θεραπεία.
Λοιμώξεις
Επαναλαμβανόμενες ιογενείς λοιμώξεις ή χρόνιες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, πολύ συχνά αποτελούν αιτία χρόνιου βήχα στα παιδιά, συμπεριλαμβανομένων του κοκκύτη και λιγότερο συχνά ειδικών λοιμώξεων όπως η φυματίωση. Σε παιδιά προσχολικής ηλικίας ο κοκκύτης μπορεί να προκαλεί λαρυγγίτιδα με βράγχος φωνής, παροξυσμικό υλακώδη βήχα (σα να γαβγίζει σκύλος) και συριγμό κατά την εισπνοή. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται η μεταφορά του παιδιού στο νοσοκομείο.
Εισρόφηση ξένου σώματος
Στην περίπτωση χρόνιου βήχα στα παιδιά πρέπει πάντα να αποκλείεται το ενδεχόμενο παρουσίας ξένου σώματος στο αναπνευστικό δένδρο. Αυτά τα σώματα μπορεί εύκολα να διαφύγουν της προσοχής ακόμη και έμπειρου ιατρού, όταν λόγω της σύστασής τους (πλαστικό, σπόροι, κομματάκια σπόγγου) δεν απεικονίζονται στην ακτινογραφία θώρακος.
Άλλες σπανιότερες παθήσεις καταρτίζουν έναν μακρύ κατάλογο αιτίων χρόνιου βήχα στα παιδιά. Μεταξύ αυτών αναφέρονται οι ανοσοανεπάρκειες, οι γενετικές ανωμαλίες του αναπνευστικού και του πεπτικού συστήματος, η κυστική ίνωση, η πρωτογενής δυσκινησία των κροσσών, ο ψυχογενής βήχας κ.ά.